- αννιβαϊκός
- -ή, -ό (Α ἀννιβαϊκός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αννίβα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἀννιβαϊκάτα πολεμικά έργα του Αννίβα ή τα βιβλία που αναφέρονται σ' αυτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀννιβαικῶν — Ἀννιβαικός of fem gen pl Ἀννιβαικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀννιβαικόν — Ἀννιβαικός of masc acc sg Ἀννιβαικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀννιβαικῇ — Ἀννιβαικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀννιβαική — Ἀννιβαικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀννιβαικήν — Ἀννιβαικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αννιβιακός — ἀννιβιακός, ή, όν (Α) ο αννιβαϊκός* … Dictionary of Greek